- αναβγαίνω
- (αόρ. αναβγήκα) αμετ. показываться, появляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβγαίνω — φανερώνομαι, αναφαίνομαι, προβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + βγαίνω] … Dictionary of Greek